- λαγουδίνα
- η зайчиха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαγουδίνα — η [λαγούδι] 1. ο θηλυκός λαγός 2. παροιμ. «καιρός λαγός, καιρός λαγουδίνα» λέγεται για τους διπρόσωπους ή γι αυτούς που, ανάλογα με την περίσταση, εμφανίζονται διαφορετικοί … Dictionary of Greek